- ἐφιαλτικός
- ἐφῐαλτ-ικός, ή, όν,A suffering from nightmare, Orib.Syn.8.2, Paul.Aeg.3.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
ἐφιαλτικοί — ἐφιαλτικός suffering from nightmare masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοΰπνι — και κακοΰπνισμα, το [κακόυπνος] ανεπαρκής ή ταραγμένος, εφιαλτικός ύπνος … Dictionary of Greek
υπνοφόβης — ὁ, Α αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω τού τ. φόβη*, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο φόβᾱς] … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek